Πλουτάρχειος

Πλουτάρχειος
Πλουτάρχειος, α, ον,
A of or by Plutarch, βίοι Men.Rh.p.392S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλουτάρχειος — α, ο / πλουτάρχειος, εία, ον, ΝΑ [Πλούταρχος] αυτός που ανήκει στον Πλούταρχο ή που είναι γραμμένος από αυτόν …   Dictionary of Greek

  • Πλουταρχείων — Πλουτάρχειος of fem gen pl Πλουτάρχειος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλουτάρχειοι — Πλουτάρχειος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”